λορδοῖ — λορδόω bend oneself supinely pres ind mp 2nd sg λορδόω bend oneself supinely pres opt act 3rd sg λορδόω bend oneself supinely pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Σκοτιά — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
σερίφης — Αξιωματούχος της εκτελεστικής εξουσίας σε περιοχές της Μ. Βρετανίας, Ιρλανδίας και ΗΠΑ. Η νομική τους θέση στη Μ. Βρετανία καθορίζεται από κανόνες του κοινού δικαίου και αποφάσεις της Βουλής. Στη χώρα αυτή δεν μπορούν να γίνουν σ. οι φτωχοί, οι… … Dictionary of Greek
σκοτία — (Scotland). Περιοχή των Βρετανικών Νησιών, που περιλαμβάνει το βόρειο τμήμα του νησιού της Μεγάλης Βρετανίας και τα αρχιπελάγη των Σέτλαντ, των Ορκάδων των εξωτερικών και εσωτερικών Εβρίδων και άλλα μικρότερα. Η Σ., παλιότερη γραφή Σκωτία ,… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek